- πόντισμα
- το, -ατοςκαι πόντιση, η η πράξη και το αποτέλεσμα του ποντίζω (βλ. λ.).
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
πόντισμα — το, ΝΑ [ποντίζω] νεοελλ. πόντιση αρχ. οτιδήποτε ρίχνεται στη θάλασσα … Dictionary of Greek
ποντίσματα — πόντισμα that which is cast into the sea neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)